«Η πονεμένη κοιλάδα της αβύσσου...» ή La valle d’ abisso dolorosa
– Aπό την «Κόλαση του Δάντη-
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες συνοικίες του Ηρακλείου μέχρι τις αρχές του αιώνα μας δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε στον Αχέροντα.
Κι αν ήταν σε τι διαφέρει άραγε τις περισσότερες φορές η φαντασία από τη πραγματικότητα;
΄΄Και εισερχόμενοι αυτού εις τινά κωμην, απήντησαν αυτώ δέκα λεπροί άνδρες, οι έστησαν πορρώθεν..΄΄
Η περιγραφή των λεπρών από τον Ευαγγελιστή Λουκά ήταν χαρακτηριστική πολλών πόλεων της Κρήτης μέχρι τις αρχές του αιώνα μας. Για διάφορες αιτίες θεωρείται ότι, η λέπρα υπήρξε κοινωνική μάστιγα του νησιού και η Κρήτη υπήρξε η κυριότερη λεπρική εστία σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Μάλιστα η ιδιαιτερότητα αυτή λέγεται ότι χρονολογείται από πολύ παλιά λόγω ίσως των εμπορικών σχέσεων που διατηρούσε η Κρήτη με τους Φοίνικες και τους Αιγυπτίους όπου η λέπρα ήταν ενδημική.
Η ιστορία της Χρυσοπηγής, όπως λέγεται σήμερα η συνοικία στα ανατολικά του Ηρακλείου, είναι συνυφασμένη με ένα Βενετσιάνικο χωριό, με τα πολεμικά γεγονότα της πολιορκίας του Μ. Κάστρου καθώς επίσης και με την επάρατη νόσο της λέπρας. Ανατολικά της πόλης μας και κοντά στο ξεχωριστό τμήμα του φρουρίου του Αγίου Δημήτριου που μετονομασθεί κατόπιν από τους Τούρκους Ακ Τάμπια, αν ζητήσει να μάθει κανείς θα ανακαλύψει ότι τον καιρό των Βενετσιάνων υπήρχε εκεί χτισμένο πάνω σε δυο υψώματα ένα χωριό που ονομάζονταν Μαρουλάς ή «τα υψώματα του Μαρουλά». Το χωριό ήταν χτισμένο ακριβώς απέναντι από το πρώην εργοστάσιο υφαντουργικής και πλεκτικής της Καστρινογιάννη και πολύ κοντά στο άλλοτε μεγάλο κτίριο που ήταν γνωστό ως «στραγαλατζίδικο». Το όνομα του είχε πάρει από το όνομα της κοιλάδας του Μαρουλά που έφτανε περίπου έως τη σημερινή γέφυρα των Πατελών. Οι κατακτητές Βενετσιάνοι όμως πολύ γρήγορα κατέστρεψαν το χωριό αναγκάζοντας τους κατοίκους του να το εγκαταλείψουν για δυο λόγους: πρώτον γιατί το χωριό βρισκόταν πολύ κοντά στο λιμάνι και τη θάλασσα και οι κάτοικοι μπορούσαν ανενόχλητοι να ασχολούνται με το λαθρεμπόριο.
Δεύτερον και κυριότερο, η στρατιωτική θέση του χωριού. Σε περίπτωση πολέμου και πολιορκίας του Μ. Κάστρου. οι Βενετσιάνοι φοβόντουσαν ότι οι κάτοικοι, σαν γηγενείς Κρήτες, θα βοηθούσαν τον εχθρό τους γι’ αυτό και αναγκάστηκαν να το εκκενώσουν. Πάντως είναι βέβαιο ότι παρ’ όλα τα αυστηρά μέτρα οι κάτοικοι δεν έφυγαν από το χωριό τους κι ο Μαρουλάς έπαψε πλέον να υφίσταται σαν οικισμός μόνο όταν άρχισε η πολιορκία της πόλης στα 1648. Από τότε ξεχάστηκε η ύπαρξη του και μόνο γύρω στα 1950, όταν άνοιγαν τα θεμέλια ενός κτιρίου, βγήκαν στην επιφάνεια οι τοίχοι κάποιας εκκλησίας που ανήκε στη συγκεκριμένη εποχή, όμως σκεπάστηκαν με το καινούργιο χτίσιμο και τίποτα πλέον δεν έμεινε να θυμίζει το Μαρουλά.
Είναι άξιο επίσης να σημειωθεί αυτό που επιβεβαιώνει η ιστορική έρευνα και που είναι το γεγονός ότι στη προαναφερθείσα περιοχή έγιναν οι σφοδρότερες επιθέσεις των Τούρκων εναντίον της Σαμπιονέρα, της αμμουδιάς δηλαδή, σύμφωνα με την υπόδειξη του προδότη Ανδρέα Μπαρότση. Εκεί οι Τούρκοι σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του, έφτιαξαν ένα χειροποίητο υψηλό λόφο στο ύψος που είχαν τα απέναντι μπεντένια για να μπορούν να χτυπούν με τα κανόνια τους το Μεγάλο Κάστρο. Εκεί, αργότερα, όταν ο υπερασπιστής της πόλης Φ.Μοροζίνη έχασε κάθε ελπίδα και απεφάσισε συνθηκολογώντας να παραδώσει το φρούριο, στο σώπατο της αμμουδιάς που δημιουργείται πίσω από το πρώην εργοστάσιο «Αθηνά», συνήλθαν οι εκπρόσωποι των Τούρκων και των βενετσιάνων, έκλεισαν και υπέγραψαν τη συνθήκη που παρέδιδε μετά από πολιορκία εικοσιπέντε ετών, τη πόλη του Ηρακλείου στους Τούρκους.
Όλα αυτά φυσικά είναι αναμενόμενα καθώς οι δύσμοιροι εκείνοι, αποδιωγμένοι από τη κοινωνία και κυνηγημένοι απάνθρωπα, γκρέμιζαν κάθε ηθικό φραγμό αφού πρώτη - πρώτη όμως η ίδια η κοινωνία είχε κόψει κάθε δεσμό μαζί τους. Kαμιά μέριμνα, καμιά φροντίδα δεν έδειξαν για τους λεπρούς, ούτε οι Ενετοί, ούτε οι Τούρκοι, πέρα από τη βίαιη απομάκρυνση τους λίγο έξω από τα χωριά και τις πόλεις που κατοικούσαν και την εγκατάλειψη τους στο έλεος του Θεού και κάποιων ελάχιστων πονόψυχων συνανθρώπων τους. Τα λαζαρέτα την εποχή της Ενετοκρατίας ήταν κάποιοι χώροι απομόνωσης των λεπρών, όμως μετά τη κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους ατόνησαν κι οι χώροι τούτοι εντελώς κι έτσι οι λεπροί γυρνούσαν ζητιανεύοντας όσο τους επιτρεπόταν ανάμεσα στους υγιείς, έως …
«Όποιος μας εξεχώρισε, να τονε δω μεσκίνη και να του δίδουν το ψωμί, να μη το καταταπίνει.
Όποιος μας εξεχώριζε, μη σπείρει, μη θερίσει, μόνο στην έρμη μεσκηνιά να πα να κατοικήσει.»
Το 1717 με μια διαταγή του τότε διοικητή της Κρήτης Μεχμέτ Πασά προς τον Καδή και το διευθυντή της αστυνομίας, μεταφέρονται όλοι οι λεπροί της πόλης του Μ.Κάστρου όπως επίσης και κάθε επαρχίας και κάθε άλλου μεγάλου αστικού κέντρου, για να εγκατασταθούν μέσα σε αυτές τις καταραμένες σπηλιές και να μην προκαλούν την αηδία των συνανθρώπων τους στη κατάσταση που βρίσκονταν. Σχετικά με αυτές τις σπηλιές τώρα, δεν είναι βέβαιο για το αν είναι φυσικές αφού δεν αναφέρονται ποτέ σε κανένα ενετικό έγγραφο. Αντίθετα σύμφωνα με τις πληροφορίες κάποιον τούρκικων εγγράφων, οι σπηλιές αυτές λαξεύτηκαν τη περίοδο της πολιορκίας του Μ.Κάστρου από τους Τούρκους στρατιώτες για να χρησιμοποιηθούν ως καταλύματα. Υπάρχει όμως ακόμα και μια άλλη εκδοχή, από προφορική παράδοση ετούτη, που λέει ότι τις σπηλιές του Μαρουλά τις λάξευαν οι βυζαντινοί στρατιώτες του Νικ. Φωκά όταν πολιορκούσαν το Χάνδακα από τους Άραβες το 961. Πάντως ή έτσι ή αλλιώς οι σπηλιές αυτές ακούγονται μέχρι σήμερα με το τούρκικο όνομα «Μαγαράδες».
Ο αριθμός των λεπρών που εγκαταστάθηκαν στο άλλοτε χωριό του Μαρουλά δεν μας είναι γνωστός. Πάλι όμως από ένα τουρκικό έγγραφο μαθαίνουμε ότι ο αριθμός των Μαγαράδων που υπήρχαν εκεί ανέρχονταν στους 165 και η πλειονότης αυτή τα λέει όλα. Πιθανόν βέβαια τον καιρό που άρχισε να δημιουργείται το λεπροχώρι, να ζούσαν και κάποιοι άλλοι απόκληροι εκεί, αφού με το όνομα ΄΄Μεσκηνιά΄΄ με το οποίο μετονομάσθηκε ο Μαρουλάς από το ΄΄Μισκιν΄΄ που στα τουρκικά σημαίνει λεπρός, είχε και την έννοια του πτωχού, του άθλιου, του εγκαταλελειμμένου, του ανθρώπου δηλαδή που δεν είχε στον ήλιο μοίρα και πήγαινε να εγκατασταθεί εκεί για να αποκτήσει μια κατοικία έστω κι αν αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο από μια σπηλιά. Για εκατόν ογδόντα επτά χρόνια, από τα 1717 έως το 1904 δηλαδή οι λεπροί μεταφέρθηκαν στον αφιλόξενο βράχο της Σπιναλόγκας, το μέρος αυτό αντικαταστούσε τη κόλαση. Μια κόλαση όμως που έπρεπε να πάρει τη μορφή της συγκροτημένης κοινωνίας για να απαλυνθεί κάπως η αθλιότητα της. Από το 1852 και μετά, πολλοί λεπροί άρχισαν να φέρνουν μαζί τις οικογένειες τους κι έτσι με την πάροδο του χρόνου η «Μεσκηνιά» κατήντησε ένας μικτός χώρος κατοικίας λεπρών και υγιών ανθρώπων που έπρεπε να έχει το μπακάλη του, το τζαγκάρη του, το φουρνάρη του, το κομπογιανίτη γιατρό αλλά δεν απέλειπαν επίσης και οι εκτός χώρου άνθρωποι που τους έσπρωχνε εκεί η ανάγκη του κέρδους.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι οι δυστυχισμένοι αυτοί είχαν λαξεύσει μια σπηλιά που την είχαν μετατρέψει σε εκκλησία δίνοντάς της το όνομα Παναγιά η Χρυσοπηγή. Πάλευαν δηλαδή ενάντια στη κοινωνία που τους απεδίωχνε για να δημιουργήσουν μια δική τους κοινωνία, όσο γινόταν πιο άρτια κι ίσως να τα είχαν καταφέρει αφού η ανάπτυξη του λεπροχωριού της Μεσκηνιάς, αξίζει να σημειωθεί, ότι στο δεύτερο περίπου ήμισυ του 19 ου αιώνα φτάνει σε καταπληκτική αύξηση πράγμα για το οποίο μάλλον συνέτειναν κι οι γάμοι που γίνονταν μεταξύ τους.
1904 και έγω επι περιόδου Κρητικής Πολιτείας όλοι οι λεπροί μεταφέρονται από τη μια ζωντανή κόλαση στην άλλη, κάποιοι υγιείς, άθλιοι επίσης μοίρας, συγκεντρώνονται στους μαγαράδες της Μεσκηνιάς για να συνεχίσει το χωριό τη ζωή και κατά το δυνατόν εξέλιξη του. Χριστιανοί και Τούρκοι εξακολουθούν να ζουν στο παρακατιανό αυτό προάστιο και να προσπαθούν να προφυλάσσουν την ταπεινή τους ύπαρξη στις σπηλιές του, έως τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 που έφυγαν οι Τούρκοι και τη θέση τους πήραν Έλληνες από τη Μικρά Ασιά. Έ να χρόνο μετά την εγκατάσταση τους πρόβαλλε το ζήτημα της αλλαγής του ονόματος από Μεσκηνιά σε Χρυσοπηγή. Ο αείμνηστος Στεφανος Ξανθουδίδης πρότεινε να ονομασθεί σε Μάτιον αλλά τελικά η ονομασία που επικράτησε μια και όλες οι έρευνες απέδειξαν ότι πουθενά στην Ελλάδα δεν υπάρχει πόλης με τέτοιο όνομα και έτσι παρέμεινε το όνομα εκείνης που σίγουρα θα βοήθησε τόσους να αντέξουν στη φρικτή δοκιμασία τους. Παναγιά η Χρυσοπηγη! Σήμερα η Χρυσοπηγή έχει αλλάξει όψη ριζικά. Σύγχρονα σπίτια, μαγαζιά, ύδρευση, φωτισμός, νέα πνοή ζωής, τίποτα με δυό λόγια δεν έχει μείνει πάνω της που να θυμίζει εκείνες τις γερασμένες, άδοξες εποχές που ευτυχώς πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Βιβλιογραφία: Η ΛΕΠΡΑ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ.Δρ ΕΜΜ.Ε.ΔΕΤΟΡΑΚΗ ΙΑΤΡΟΥ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΟΥ.
ΠΕΡ.ΑΜΑΛΘΕΙΑ ΙΟΥΛΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1981.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ:Ο ΜΑΡΟΥΛΑΣ, Η ΜΑΣΚΗΝΙΑ, Η ΧΧΡΥΣΟΠΗΓΗ (Δημοσιευμένο εις την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ από 8/11/1956 – 17-11-1957.
ΥΓ Το παρόν κείμενο έχει γραφτεί και δημοσιευτεί τουλάχιστον μια δεκαετία πριν - γι' αυτό δεν υπάρχει και σε ηλεκτρονική μορφή- και η λέπρα ακόμα γίνει μόδα μέσα από την τηλεόραση
2 σχόλια:
με το συμπάθειο...η Κρήτη δεν ήταν η μάνα της νόσου του Χάνσεν...
πρωταθλητής ήταν η Κύμη Ευβοία εξ ου και ήταν τα πρώτα λεπροκομεία από της συστάσεως του ελλ. κράτους δύο τον αριθμό...
είχα πριν χρόνια κείμενό μου για την λέπρα http://akrat.blogspot.gr/2010_05_01_archive.html
κάτω κάτω...
και κάποιο άλλο αλλά δεν το βρίσκω..
πάντως η νόσος του χάνσεν έχει επιστρέψει στην χώρα μας...
α το βρήκα...
η λέπρα με καθόρισε από τις ιστορίες του χωριού μου...
μέσα από ένα κείμενο προσεγγίζω το θέμα αυτός...
http://akrat.blogspot.gr/2008/11/blog-post.html
Δημοσίευση σχολίου