Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Εν ανθρώποις.....ευδοκία.....








Προφανώς να έχω δώσει την εντυπωση της άθεης....χμμμμμ, δεν θα πω  ωστόσο τιποτα, ούτε ναι, ούτε οχι....
Το πως αντιλαμβάνομαι όμως εγω την έννοια των Χριστουγέννων, φαίνεται καθαρά στο παρακάτω κείμενο
Είναι ενα απόσπασμα, απο το βιβλίο μου "Αχ πως της αρέσει να μιλά"  και αναφέρεται στην Ουκρανή Λουτμίλα, που μένει άνεργη..... ξανά  την ημέρα ακριβώς των Χριστουγέννων


 
.... Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που η καμπάνα από το παρεκκλήσι του νοσοκομείου ξεκίνησε να χτυπά χαρμόσυνα προαναγγέλλοντας τη μεγάλη μέρα, και κοίτα σύμπτωση! Χτυπούσε ταυτόχρονα με τα χιλιάδες καμπανάκια που χτυπούσαν και στο δικό της το μυαλό προειδοποιώντας την πως από αύριο, και ποιος ξέρει πάλι για πόσο, τα παιδιά της θα άρχιζαν να στερούνται ξανά το απλούστερο μα συνάμα και πιο απαραίτητο αγαθό του κόσμου, το ψωμί! «Καλά Χριστούγεννα… καλά Χριστούγεννα… καλά Χριστούγεννα…», λες κι είχε βαλθεί να τη τρελάνει, συνέχισε η σατυρική φωνή τα ουρλιαχτά της μέχρι που ένα γέλιο δυνατό, γέλιο ανθρώπου που ένα βήμα μονάχα του διαχωρίζει το λογικό από το παράλογο, τράνταξε το στήθος της Λουτμίλας που άρχισε κι αυτή να φωνάζει με τη σειρά της κοιτώντας τον ουρανό και θέλοντας να ξεσπάσει πάνω του: «Ξανάλθε πάλι και φέτος ο Χριστός λοιπόν... το φως και η άμπελος του κόσμου, ο πατέρας όλων, η σκέπη των ορφανών ε; Ας γελάσω…Που είναι…που είναι… γιατί εγώ δεν τον είδα ποτέ μου; Γιατί για τα παιδιά μου μα και για όλου του κόσμου τα παιδιά που είναι σαν τα παιδιά μου, δεν ήρθε ποτέ για να συναντηθεί πουθενά αλλού εκτός από τα γεμάτα πείνα, γύμνια και δυστυχία όνειρα τους; Γιατί…γιατί…γιατί;;;» Είπε, είπε, είπε, έως ότου κάποια στιγμή καταλάγιασε, πριν όμως σηκωθεί από το παγκάκι που είχε καθίσει για να καταπραΰνει το ξέσπασμα της, κοίταξε για μια ακόμα φορά ψηλά και δίχως πλέον στη φωνή της να διακρίνεται κανένα ίχνος από τη προηγούμενη τρέλα, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: «Χριστέ μου, τόσα χρόνια πια σε πάνε και σε φέρνουνε…σε κόβουνε και σε ράβουνε κατά τα κέφια και τα μέτρα τους…τι να πρωτοκάνεις κι εσύ, αιώνες είναι αυτοί, κουράστηκες…Αν όμως…αν…αν διαπραγματευόσουν για τα χιλιάδες παιδιά που μέρα σαν τη σημερινή , μα και σαν τόσες άλλες, χορταίνουν μόνο με την ψευδαίσθηση, μήπως κι άλλαζε ο κόσμος μας κάποτε Χριστέ μου;;» Σηκώθηκε πάνω, τα χέρια της την σούβλιζαν από τη παγωνιά αλλά δεν την ένοιαζε, τα έσφιξε απλώς αδιάφορα στις τσέπες της και προχώρησε για τη στάση του λεωφορείου. Σκέφτηκε για μια στιγμή να μπει μέσα στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου που ήδη είχαν ξεκινήσει να ακούγονται οι πρώτες ψαλμωδίες και να ανάψει ένα κερί, δίχως να ξέρει όμως το γιατί άλλαξε αμέσως γνώμη. «Χριστούγεννα» μουρμούρισε μόνο, Χριστούγεννα…εν ανθρώποις ευδοκία…»