Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Η Ρεθύμνια Σουλτάνα -ΡΕΜΠΙΑ ΓΚΙΟΥΛΝΟΥΣ-....







H αλλιώς Ευγενία ή Ευμενία Βεργίτση

Σε διάστημα δεκαεφτά μηνών τα στρατεύματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έχουν ήδη καταλάβει δύο από τα σημαντικότερα κάστρα της Κρήτης, των Χανίων και του Ρεθύμνου, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στην άλωση του φρουρίου του Ρεθύμνου πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε, όπως επίσης και στο Χάνδακα, η προδοσία.
Τι έκαναν όμως στο τουρκοσκλαβωμένο Ρέθυμνο οι νέοι κυρίαρχοι αμέσως μετά την άλωση του;
Από τον Ρεθύμνιο ποιητή Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή, από του οποίου μάλιστα το έργο αντλούμε και τις πληροφορίες μας για την άλωση τούτης της Κρητικής πόλης, γίνεται γνωστό ότι ο πορθητής του Γαζή Χουσείν Πασάς γνωρίζοντας πόσο φιλήδονος ήταν ο Σουλτάνος Ιμπραχίμ, θεώρησε σωστό μαζί με καπεταναίους και πρόκριτους σκλάβους να στείλει πεσκέσι στο σουλτανικό γυναικωνίτη και δέκα όμορφες Κρητικοπούλες από διαλεχτές οικογένειες Ρεθυμνιωτών.
Ποιοι ήταν όμως οι προύχοντες και οι δέκα κοπέλες που στάλθηκαν ως δώρο στο Σουλτάνο και τι απέγιναν, κανείς όσο κι αν ερεύνησε τις γραπτές πηγές εκείνων των χρόνων δεν κατάφερε να ανακαλύψει το παραμικρό σχετικά με την τύχη τούτων των ανθρώπων.
Μέχρι που δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια μετά την άλωση του Ρεθύμνου, στα 1663 δηλαδή, αναφέρεται για πρώτη φορά ότι ο Σουλτάνος Μεχμέτ IV παντρεύτηκε την πρώτη νόμιμη του γυναίκα και ότι η γυναίκα αυτή ήταν κάποια Ρεμπιά Γκιουλνούς, γέννημα του Ρεθύμνου που στάλθηκε στο σουλτανικό χαρέμι το 1646, τότε που πάρθηκε από τους Τούρκους ο τόπος της.
Κι επειδή καμιά άλλη γραπτή μαρτυρία δεν συναντάται πουθενά αλλού για δεύτερη αποστολή κοριτσιών στο σουλτανικό γυναικωνίτη, μπορούμε να δεχτούμε πως η πρώτη νόμιμη γυναίκα του Σουλτάνου Μεχμέτ IV και η Ρεθυμνιοτοπούλα που αναφέρει ο ιστορικός Ναϊμά είναι το ίδιο πρόσωπο.
Τι ακριβώς αναφέρεται όμως γι΄ αυτό το πρόσωπο που κατάφερε να πάρει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά που ωστόσο είναι τόσο λίγο γνωστή στους Κρητικούς;
«Αν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί από την έρευνα παλιών βιβλίων και παλιών χειρογράφων ότι το τάδε ή το δείνα πρόσωπο στάθηκε απεριόριστα ευτυχισμένο στην ζωή του, τότε με πεποίθηση θα έλεγα πως η Ρεμπιά Γκιουλνούς στάθηκε πράγματι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του σουλτανικού χαρεμιού…», έτσι προλογίζει το ιστορικό σημείωμα που έγραψε για την Ρεμπιά Γκιουλνούς ο Τούρκος ιστορικός Αδνάν Γκίς
Πράγματι η γυναίκα που μαζί με άλλες εννιά συμπολίτισσες της στάλθηκε ως δώρο στο σουλτανικό χαρέμι, πήρε όντως μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις χιλιάδες των γυναικών που ζούσαν έγκλειστες μέσα σε ένα χώρο που η ίδια κατάφερε να διακριθεί από όλες τις υπόλοιπες .
Είκοσι τέσσερα χρόνια παρέμεινε στο σουλτανικό θρόνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο πλάι του Μεχμέτ ΙV ενώ κατάφερε να γλιτώσει τα παιδιά της από τον σκληρό κι απάνθρωπο νόμο της «διαδοχής» του θρόνου που επικρατούσε τότε στην Οθωμανική αυλή. Και τα δυο αυτά παιδιά όμως τα είδε να γίνονται Σουλτάνοι και η ίδια έγινε Βαλιδέ Σουλτάνα (μητέρα Σουλτάνου) και διατήρησε τον ανώτατο αυτό τιμητικό τίτλο για εικοσιένα ολόκληρα χρόνια.
Εικοσιτέσσερα χρόνια δηλαδή Σουλτάνα κι εικοσιένα χρόνια Βαλιδέ Σουλτάνα, που σημαίνει σαρανταπέντε χρόνια με το στέμμα στο κεφάλι, κάτι που δεν συνέβη ποτέ σε καμία άλλη γυναίκα στα χρονικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ποία ήταν όμως η Ελληνική καταγωγή τούτης της γυναίκας;
Το θέμα είναι όχι απλώς δύσκολο να ερευνηθεί αλλά σχεδόν ακατόρθωτο αφού η κάθε κοπέλα τότε που ριχνόταν στο αχανές του σουλτανικού χαρεμιού, ξεχνούσε επί τόπου τον εαυτό της κι έπρεπε να ξεχάσει και να ξεχαστεί από τους δικούς της. Κανείς δεν είχε το ελάχιστο δικαίωμα να ρωτήσει για να μάθει το παραμικρό που αφορούσε τις γυναίκες αυτές κι εξαίρεση δεν γινόταν για καμιά έστω κι αν είχε ανέβει την κλίμακα της ιεραρχίας κι είχε προλάβει να γίνει «χασεκή»(ευνοούμενη του Σουλτάνου.)
Μόνο κάπου κάπου κάποιοι ξένοι περιηγητές που ήθελαν τότε να ασχοληθούν με την συγγραφή ταξιδιωτικών βιβλίων, φρόντιζαν ,όχι φυσικά χωρίς δυσκολία, να μάθουν ότι μπορούσαν για τούτες τις ευνοούμενες του Σουλτάνου αλλά κι αυτό βέβαια μονάχα όταν εκείνες είχαν ξεχωρίσει κι εξασκούσαν κάποια πολιτική επιρροή πάνω του ή έπαιζαν κανένα σπουδαίο πολιτικό παιχνίδι.
Στην σειρά επίσης των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν να πληροφορηθούν για τις γυναίκες αυτές ήταν και κι εκείνοι που βρίσκονταν με επίσημη αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, πρεσβευτές δηλαδή, δραγουμάνοι κ.τ.λ
Αυτός λοιπόν που κατάφερε να αποκαλύψει το αληθινό επίθετο της οικογένειας της Ρεμπιάς Γκιουλνούς, ήταν ο Βενετσιάνος αρχιπρεσβευτής στην αυλή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, Τζοβάνι Μπατίστα Ντονάτι. Είναι ο ίδιος που μαζί με τους όμορους του κατάφερε επίσης να βγάλει από την μέση τον προδότη του Μ. Κάστρου Ανδρέα Μπαρότσι
Ετούτος ο άνθρωπος λοιπόν με το άφθονο χρηματικό μέσο που διέθετε ανακάλυψε και την πραγματική καταγωγή της Ρεμπιά Γκιουλνούς όταν στα 1684 υπέβαλε στο συμβούλιο των Δέκα μια εμπιστευτική έκθεση για την τότε κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκεί περιγράφοντας την Σουλτάνα ανάφερε ότι είναι από την οικογένεια Βεργίτση. Η έκθεση όμως αυτή, ως εμπιστευτική που ήταν, παρέμεινε άγνωστη για περίπου διακόσια πενήντα χρόνια και κρυμμένη στο Βενετικό αρχείο. Όμως χάρη στην προσπάθεια του δικού μας ερευνητή Σπύρου Θεοτοκά που στάλθηκε εκεί με έξοδα της Έλενας Βενιζέλου, πληροφορήθηκαν επιτέλους το πραγματικό ονοματεπώνυμο της Ρεμπιά Γκιουλνούς που κατ΄ άλλους είναι Ευγενία και κατ΄ άλλους Ευμενία Βεργίτση Για το επίθετο Βεργίτση δε προηγείται αναφορά σε παλιότερα έγγραφα. Άνθρωποι με το όνομα αυτό διέπρεψαν στα γράμματα, στις καλές τέχνες, και γενικά σε κάθε είδους καλλιτεχνική και προοδευτική κίνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Από μια τέτοια οικογένεια λοιπόν κατάγονταν η Ρεμπιά Γκιουλνούς. Η ευνοούμενη του Σουλτάνου και της τύχης, μια γυναίκα εκπάλγου καλλονής κατ΄ ομολογία του Ντελακρουά και όλων των ιστορικών της εποχής.
Μια γυναίκα με ασυνήθιστη για τα τότε δεδομένα δράση που προκάλεσε την προσοχή πολλών συγκαιρινών της που ζητούσαν να μάθουν και την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορούσε την ζωή της φτάνοντας έτσι έως εμάς σήμερα μια σχετική έστω πληροφόρηση του σκοτεινού κι ανεξιχνίαστου εκείνου χθες.
Ρεμπιά Γκιουλνούς, η γυναίκα που με τον θάνατο της ανέκοψε την φρενιασμένη χαρά των επίκτητων συμπατριωτών της για το μεγάλο γεγονός της κατάληψης του Μωριά.
Στην Ανδριανούπολη, πέντε Νοεμβρίου του 1715, σε ηλικία εβδομήντα πέντε χρονών, άφησε τον κόσμο αυτό η Ρεμπιά Γκιουλνούς ή η Ρεθύμνια Ευγενία Βεργίτση, . Η σωρός της μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να ταφή σε ένα πλούσιο τζαμί που είχε φροντίσει να χτίσει η ίδια.
Στο Γενή- Τζαμί στο Σκούταρη, όπου μάλιστα ο τάφος της διατηρείται ακόμη για να θυμίζει την ευνοούμενη του Σουλτάνου Μεχμέτ του IV, και την Βαλιδέ Σουλτάνα έπειτα, με σουλτάνους και τους δύο γιούς της.
Την γυναίκα που καμιά άλλη όμοια της στο χώρο του σουλτανικού χαρεμιού, δεν έφτασε τόσο ψηλά όσο εκείνη.

ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟ...





ΤΟ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΩΝ

Κοντά στην απροσκύνητη χώρα των Σφακίων, λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα από την ακτή που ξεψυχά το κύμα του Λιβικού, κι εξίσου λίγα από τους πρόποδες που φωλιάζουν μερικά από τα αετίσια Σφακιανοχώρια, ορθώνει την ύπαρξη, του σε σχήμα παραλληλόγραμμου, ένα καστέλι (πύργος) άριστα μέχρι σήμερα διατηρημένο. Το Φραγκοκάστελλο.
Δυο σειρές πολεμίστρες περιζώνουν τα μέχρι σήμερα απείραχτα, όπως τουλάχιστον δείχνουν εξωτερικά, τείχη του και η πύλη του βρίσκεται κατά την μεριά της θάλασσας σαν στόμα αγριεμένου θεριού.
Ο θρύλος του γεφυριού της Άρτας (ολημερίς το χτίζανε τη νύχτα το γκρέμιζαν) γίνεται κι εδώ παραλλαγμένη πραγματικότητα αφού κάπως έτσι οι Σφακιανοί με μπροστάρηδες τα έξη αδέλφια Πατσούς, εμπόδιζαν τους Βενετούς να σηκώσουν το κάστρο αναγκάζοντας τους να το περιζώσουν με ισχυρότατη δύναμη στρατού. Και όταν επιτέλους το τέλειωσαν και ασφαλίστηκαν μέσα, οι Φράγκοι δεν άφησαν ατιμώρητους τους γενναίους Πατσούς. Κρέμασαν από ένα σε κάθε πύργο του καστελλιού και τους υπόλοιπους δύο από πάνω στην είσοδο. Το χωριό Πατσιανός που φέρει το όνομα των μαρτυρικών αδελφών αποδεικνύει έως σήμερα την ηρωική πράξη τους.
Η προτομή του Τουρκομάχου Στρατηγού Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, που βρίσκεται μερικά μόνο μέτρα ανατολικά του φρουρίου, θυμίζει επίσης τον θάνατο του καθώς επίσης και το ανεξήγητο φαινόμενο των Δροσουλιτών:
Στις πρώτες Μαίου του 1828, ο Ηπειρώτης στρατηγός απορρίπτει τους όρους του Μουσταφά Πασά με ένα λακωνικό γράμμα του: «Ήρθα στην Κρήτη να πολεμήσω με τα παλικάρια μου τους Τούρκους κι όπου θέλει ο Θεός ας δώσει την νίκη.» του λέει ρίχνοντας του τον κύβο. Λίγες μέρες βέβαια μετά, σε μια αιφνιδιαστική επίθεση του κατά των Τούρκων του Ρεθέμνους, σκότωσε κάπου σαράντα, άρπαξε γύρω στις εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα και γύρισε με κάμποσους αιχμαλώτους πίσω στο Φραγκοκάστελλο με δικό του ένα μόνο νεκρό και τρεις τραυματίες. Ο Μουσταφάς τότε με οκτώ χιλιάδες πεζούρα ( πεζικό) και τετρακόσους καβαλαραίους,, με τέσσερα κανόνια και δύο βόμβες, στρατοπέδευσε στο χωριό Καψοδάσος ενώ η δύναμη του Νταλιάνη μετριόταν σε 666 συνολικά άνδρες στους οποίους συγκαταλέγονταν εβδομήντα καβαλαραίοι.
Την νύχτα της 16ης προς 17ης του Μάη, Κρητικοί καπετάνιοι μάταια προσπαθούσαν να αποτρέψουν την καταδικασμένη από πριν αναμέτρηση που σχεδίαζε στον ανοικτό κάμπο ο Νταλιάνης . Του πρότειναν να κρατήσει τα ψηλώματα φθείροντας τον εχθρό με το συνεχή κλεφτοπόλεμο, ή να οχυρωθεί στο Φραγκοκάστελλο. Αυτός όμως όχι μόνο αψήφησε τη γνώμη των ντόπιων, γνώμη που ήταν βασισμένη στην γνώση και στην πολύχρονη πείρα τους, αλλά τους πρόσβαλλε κιόλας με τα λόγια τους.
Έτσι κι εκείνοι κράτησαν τις θέσεις τους και ο Νταλιάνης επιμένοντας στην απόφαση που είχε πάρει, παράταξε τις μικρές του δυνάμεις με τον τρόπο που επέλεξε.
Την επόμενη μέρα,17 του Μάη, μόλις που βγήκε ο ήλιος, ο Μουσταφάς με τρεις κανονιές ξεκινά. Η μάχη άρχισε άγρια, σφάξαν και σφάχτηκαν σχεδόν μονομιάς, όμως το παιχνίδι ήταν άνισο. Μυρμηγκιές ο στρατός της Τουρκιάς, γνωρίζουν τον Νταλιάνη από το άλογο του και σε λίγο ο Μουσταφάς κρατά τρόπαιο το κεφάλι του Ηπειρώτη στρατηγού. Από όλους τους Έλληνες γλίτωσαν δύο, ίσως τρεις. Λίγο πιο πάνω την ίδια ώρα οι Κρητικοί βαστούσαν το Πατσιανό κι έδιναν μεγάλη μάχη με το ασκέρι που είχε στείλει ο πασάς κατά πάνω τους για να εμποδίσει ενδεχόμενη συνδρομή τους. Έγινε πάλι κι εδώ απερίγραπτο μακελειό και βάσταξε ως μια ώρα του χάροντα ο χορός για να μείνουν τελικά οι Έλληνες αφέντες του Φραγκοκάστελλου. Πέρασε η πρώτη μέρα, η δεύτερη, η τρίτη όμως όλους αυτούς που έπιασαν το Κάστρο άρχισε να τους βασανίζει η πείνα και η δίψα μαζί επίσης και η αβάσταχτη μπόχα των κουφαριών που είχαν μείνει άθαφτα κι η γης άρχιζε να τους γυρεύει πίσω. Σφάζουν οι στενεμένοι του κάστρου γιδοπρόβατα, τα ρίχνουν για λίγο κάτω από το φοβερό, σχεδόν αφρικάνικο ήλιο, για να τα βάλλουν κατόπιν στο στόμα τους μήπως και ημερέψουν τη την πείνα τους ενώ παράλληλα με αποστολές αυτοκτονίας προσπαθούν να κουβαλήσουν λίγο νερό. Από την άλλη οι πολιορκητές βιάζονται κι αυτοί να τελειώσουν το ταχύτερο δυνατόν μια και υποψιάζονται τον κίνδυνο που τους απειλεί από τα Σφακιανά τουφέκια που ολοένα και πληθαίνουν. Γι΄αυτό δίνουν και το ελεύθερο στους πολιορκημένους του κάστρου να φύγουν με όλο τον οπλισμό τους μα με τον όρο όμως να μείνουν οι Σφακιανοί συμπολεμιστές τους. Η απάντηση φυσικά δεν μπορούσε παρά να ήταν : «Για όλοι λεύτεροι για όλοι νεκροί!» που επαναλάμβαναν στερεότυπα και που συνοδευόταν μάλιστα με μπαταριές που έριχναν κάθε φορά στα πισινά των απεσταλμένων του Μουσταφά. Τότε παίρνεται η μεγάλη απόφαση και μεσάνυχτα στις 19 προς 20 του Μάη, ένας γενναίος ή ένας τρελός (ο ίδιο κάνει) περνά τις γραμμές των Τούρκων ολόγυμνος και ξυπόλητος πηγαίνοντας γραμμή κατά την μεριά της θάλασσας. Οι Τούρκοι σαστισμένοι στην αρχή τον παίρνουν κατόπιν στο κυνήγι και οι μπάλες αρχίζουν να πέφτουν ολόγυρα ακόμα κι όταν ο Διληδάς ,αυτό είναι το όνομα του, αισθάνεται να διαπερνά το κορμί του το κρύο χάδι του Λιβυκού. Έφτασε κολυμπώντας στο Λουτρό και στο Μπρόσγιαλο, και οι λιγοστοί κάτοικοι, γυναίκες κατά το πλείστον και γέροι που βρέθηκαν εκεί μετά από μάχες που μόλις είχαν τελειώσει, άκουσαν άφωνοι και κατόπιν ζώστηκαν πάλι τα άρματα τους για να τρέξουν και να βοηθήσουν τους πολιορκημένους του κάστρου. Στο μεταξύ ο Πασάς ανησυχούσε όλο και περισσότερο πάνω στην αδυναμία του να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και στην βέβαιη πρόβλεψη μεγαλυτέρων συμφορών από το γοργό ξεσηκωμό που έβλεπε να ετοιμάζουν οι Σφακιανοί εναντίον του. Προστέθηκε και η συντριβή του στρατού του στις 22 του Μάη στα μέρη του Πατσιανού κι έτσι στις 24 αναγκάζεται να δεχτεί τους όρους των πολιορκημένων και τους αφήνει να φύγουν όλοι από το κάστρο, με όλο τον οπλισμό τους, τους αρρώστους και τους τραυματίες τους. Νεκροί στη πρώτη μέρα της μάχης τριακόσιοι τριάντα οκτώ Τούρκοι και οχτακόσιοι Τουρκαλβανοί όμως η μεγάλη πανωλεθρία του Μουσταφά συντελέστηκε στην συνέχεια.
Κάπως έτσι παίχτηκε το δράμα του Φραγκοκάστελλου κι από τότε, τουλάχιστον από όσο είναι γνωστό, κάθε χρόνο, την ίδια πάντα μέρα και ώρα, στο πρώτο πρωινό φως, ένα πλήθος σκιών παρελαύνει στον ορίζοντα κατά την μεριά της ανατολής. Είναι πεζοί και καβαλαραίοι, με φέσια, περικεφαλαίες, με γιαταγάνια και αρματωσιές. Ένα είδος δηλαδή τοιχογραφίας σε κίνηση και δράση. Το φαινόμενο διαρκεί οκτώ περίπου λεπτά έως ότου οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αρχίσουν να διαγράφονται στον ουρανό οπότε και οι σκιές αρχίζουν να θαμπώνουν έως ότου σιγά σιγά σβήσουν εντελώς.
Η επιστήμη δεν κατάφερε ακόμα να εξηγήσει τούτο το φαινόμενο και το πιθανότερο ότι δεν θα καταφέρει να το εξηγήσει ποτέ. Κανένας από όλους τους επιστήμονες που ασχολήθηκαν με αυτό το μυστήριο δεν κατάφερε να δώσει εξήγηση πειστική για τους θρυλικούς Δροσουλίτες. (Ειπώθηκαν έτσι από την πρωινή δροσιά.) Και μονάχα η αστείρευτη φαντασία που γεννάται από την ρωμαλέα διάθεση των Σφακιανών και που πιστεύει ότι οι σκιές τούτες είναι οι γενναίες ψυχές εκείνων που έπεσαν στην μάχη του Φραγκοκάστελλου και θέλουν να φανερώσουν την παρουσία τους σε κάθε τραγική επέτειο του χαμού τους, είναι ίσως η πιο πιθανή, η πιο πειστική και προ πάντων η πιο ανθρώπινη εκδοχή , από όλες εκείνες που οι ξένοι ερευνητές διατύπωσαν…